Saturday, December 29, 2012

Paulo Coelho, Ο Αλχημιστής, 1988 (O Alquimista)


Ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν αρχίσει να αναπολεί το παρελθόν με νοσταλγία είναι να ξανά-διαβάσει κάποιο βιβλίο που του άρεσε την τότε εποχή. Διάβασα για πρώτη φορά τον Αλχημιστή πριν περίπου 15 χρόνια. Ήταν ένα από τα βιβλία που μου άρεσαν τόσο, ώστε να μου δώσουν την όρεξη να αρχίσω να διαβάζω περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία. Ευχαριστώ τον Θεό που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Coelho. Τους συγγραφείς που έχουν το χάρισμα να σκέφτονται και να γράφουν ωραία πράγματα που δίνουν ελπίδα, νόημα και χαρά στη ζωή των αναγνωστών τους.

Το μυθιστόρημα αφορά τη ζωή του Σαντιάγου. Ενός νεαρού βοσκού που ξεκινά από την Ανδαλουσία της Ισπανίας αναζητώντας τον προσωπικό του μύθο μέσα από περιπέτειες, χαρές και κακουχίες. Δε φοβάται να ονειρεύεται και να επιθυμεί όσα θα ήθελε να πραγματοποιήσει στη ζωή του. Γνωρίζει ότι κανένας άλλος δε γνωρίζει πως πρέπει να ζει τη δική του ζωή. Μαθαίνει ότι αν αφεθεί στο έλεος της μοίρας κάποια στιγμή θα χάσει την ικανότητα να ελέγχει τη ζωή του. Αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα σε κάτι που έχει συνηθίσει και κάτι που θέλει να αποκτήσει. Μαθαίνει ότι το μυστικό της ευτυχίας βρίσκεται στο να κοιτάζεις τα θαύματα του κόσμου , χωρίς να ξεχάσεις ποτέ τα πράγματα που γνοιάζεσαι. Διδάσκεται ότι «δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο, αν δε γνωρίζεις το σπίτι του». Μαθαίνει ότι «καμιά φορά είναι αδύνατο να εμποδίσεις το ποτάμι της ζωής». Μακτούμπ: Έτσι είναι γραφτό. Αισθάνεται απέραντη χαρά όταν ανακαλύπτει τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής: «Όποτε ήθελε θα μπορούσε να ξαναγίνει βοσκός. Όποτε ήθελε θα μπορούσε να ξαναγίνει πωλητής κρυστάλλων».  Αντιλαμβάνεται ότι «οι αποφάσεις ήταν μόνο μια αρχή για κάτι: Όταν κάποιος έπαιρνε μια απόφαση στην πραγματικότητα βουτούσε σε ένα δυνατό ρεύμα που τον παρέσερνε προς ένα τόπο που δεν είχε ποτέ του φανταστεί τη στιγμή της απόφασης». Καταλαβαίνει ότι «η έρημος είναι τόσο μεγάλη, οι ορίζοντές της τόσο μακρινοί, που αισθανόμαστε μικροί και παραμένουμε σιωπηλοί...Όποτε κοιτούσε τη θάλασσα ή τη φωτιά, μπορούσε να παραμείνει ώρες σιωπηλός, χωρίς σκέψεις, βυθισμένος στην απεραντοσύνη και τη δύναμη των στοιχείων της φύσης». Καταλαβαίνει το λόγο του Αλλάχ: «Κανείς δε φοβάται το άγνωστο γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός να κατακτήσει ό,τι επιθυμεί και ό,τι χρειάζεται. Το μόνο που φοβόμαστε είναι μήπως χάσουμε αυτά που έχουμε , είτε πρόκειται για τη ζωή μας είτε για τις καλλιέργειές μας. Όμως ο φόβος αυτός παύει να υπάρχει όταν καταλάβουμε ότι η ιστορία μας και η ιστορία του κόσμου γράφτηκε από το ίδιο Χέρι».  Μαθαίνει για την «κινητήρια αρχή των πάντων. Στην αλχημεία τη λένε Ψυχή του κόσμου. Όταν επιθυμούμε κάτι με όλη μας την καρδιά, προσεγγίζουμε πιο πολύ την Ψυχή του Κόσμου. Είναι πάντοτε θετική δύναμη». Μαθαίνει ότι «ο καθένας μαθαίνει με το δικό του τρόπο»... «Γιατί δε ζω ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον μου. Έχω μόνο το παρόν, αυτό με ενδιαφέρει. Αν μπορείς να μένεις πάντα στο παρόν, θα είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Θα καταλάβεις ότι στην έρημο υπάρχει ζωή, ότι ο ουρανός έχει αστέρια και ότι οι πολεμιστές πολεμούν γιατί αυτό είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Η ζωή θα είναι μια γιορτή, ένα μεγάλο πανηγύρι, γιατί είναι πάντα και μόνο η στιγμή που ζούμε». Ανακαλύπτει την αγάπη. «...το μόνο που υπάρχει εκείνη τη στιγμή είναι η απίστευτη βεβαιότητα ότι τα πάντα κάτω από τον ήλιο γράφτηκαν από το ίδιο Χέρι. Το Χέρι που γεννάει την αγάπη και δημιουργεί μια δίδυμη ψυχή για τον κάθε άνθρωπο που εργάζεται, ξεκουράζεται και ψάχνει θησαυρούς κάτω από τον ήλιο. Γιατί χωρίς αυτό, τα όνειρα της ανθρώπινης φύσης δε θα είχαν κανένα νόημα...όπου είναι η καρδιά σου εκεί είναι ο θησαυρός σου...η καρδιά του βάλθηκε να του διηγείται τα πράγματα της ψυχής του Κόσμου. Του είπε ότι κάθε ευτυχισμένος άνθρωπος κουβαλούσε το Θεό μέσα του. Και ότι την ευτυχία μπορούμε να τη βρούμε σ’ένα απλό κόκκο άμμου της ερήμου...δυστυχώς λίγοι είναι εκείνοι που ακολουθούν τον δρόμο που είναι χαραγμένος για αυτούς, το δρόμο του Προσωπικού Μύθου της ευτυχίας. Νοιώθουν τον κόσμο σαν κάτι το απειλητικό και γι’ αυτό γίνεται ο κόσμος κάτι το απειλητικό...Πάντα πριν πραγματοποιήσει ένα όνειρο, η Ψυχή του Κόσμου αποφασίζει να ελέγξει τι μαθεύτηκε κατά την πορεία. Και αυτό, όχι επειδή είναι κακιά, αλλά για να μπορέσουμε, μαζί με το όνειρό μας, να κάνουμε κτήμα και αυτά που μάθαμε κατά την πορεία μας προς τα εκεί. Αυτή είναι η στιγμή που οι περισσότεροι άνθρωποι τα παρατάνε. Είναι αυτό που στη γλώσσα της ερήμου το λέμε: Να πεθάνεις από δίψα, ενώ οι φοινικιές φαίνονται πια στον ορίζοντα...Μια αναζήτηση αρχίζει πάντα με την τύχη του πρωτάρη. Και τελειώνει πάντα με τη δοκιμασία του κατακτητή...η πιο σκοτεινή ώρα ήταν εκείνη πριν από την  ανατολή». «Όταν έχουμε τους μεγάλους θησαυρούς μπροστά μας, δεν το παίρνουμε είδηση. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε θησαυρούς». «Όποιος επεμβαίνει στον Προσωπικό μύθο των άλλων ποτέ δε θα ανακαλύψει το δικό του». «Ο αλχημιστής ζήτησε τσάι από ένα πολεμιστή και έχυσε λίγο πάνω στους καρπούς του αγοριού. Ένα κύμα ηρεμίας απλώθηκε στο σώμα του, ενώ ο αλχημιστής του έλεγε λόγια που εκείνο δεν μπορούσε να καταλάβει. Να μην παραδοθείς στην απελπισία, είπε αλχημιστής με μια παράξενη γλυκιά φωνή. Αυτό σ’ εμποδίζει να μιλήσεις με την καρδιά σου...Όποιος ζει τον Προσωπικό Μύθο του ξέρει ό,τι χρειάζεται να ξέρει. Μόνο ένα πράγμα καταντά απραγματοποίητο όνειρο: ο φόβος της αποτυχίας». «Οι αλχημιστές το κάνουν αυτό. Δείχνουν ότι, όταν προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι απ’ ότι είμαστε, τα πάντα γύρω μας γίνονται επίσης καλύτερα...Εμείς είμαστε εκείνοι που τροφοδοτούμε τη Ψυχή του Κόσμου και η γη που ζούμε θα είναι καλύτερη ή χειρότερη , αν εμείς είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι. Εκεί μπαίνει τότε η δύναμη της αγάπης, γιατί όταν αγαπάμε, επιθυμούμε πάντα να γίνουμε καλύτεροι απ’ ό,τι είμαστε».

Απολαμβάνοντας το ταξίδι και τις γνώσεις που κερδίζει, θα φθάσει τελικά στις πυραμίδες της Αιγύπτου όπου θα ανακαλύψει ότι ο θησαυρός που ψάχνει βρίσκεται εκεί από όπου ξεκίνησε, πίσω στην Ανδαλουσία. Το ταξίδι του θα διακοπεί πολλές φορές. Βρίσκει όμως κουράγιο στα λόγια ενός σοφού γέροντα όταν πρωτοξεκίνησε: «Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις». «Είχε όμως φτάσει μέχρι το θησαυρό του και ένα έργο μόνο τότε είναι ολοκληρωμένο, όταν φτάνουμε στο στόχο μας».

Tuesday, September 11, 2012

David Baldacci, The Sixth Man, 2011


This is a conspiracy thriller about how the organisation of the security of the US might have changed after 9/11, in order to prevent similar attacks. It highlights how security has expanded into a multibillion cutthroat competition industry with too much power, secrecy and no transparency. Out of control “independent” contractors and politicians with ruthless ambition, provide the additional elements for a very dangerous mix. The acceptance of collateral damage and innocent human sacrifice is no obstacle to achieving their ends.  The real problem is no longer the lack of intelligence data. It is rather the availability of too much data.  Only the best of minds can come through this information overload and connect the dots of seemingly unrelated events, making sense out of chaos. Some superiority in technology, eyes in the sky and communication scrambling, proves essential for anyone wishing to survive.

Roy with his eidetic memory can fulfil the role of the perfect analyst. His successes make him a threat that has to be eliminated by any means. He works for the E-Program. The E does not stand for eidetic.  The E stands for Ecclesiastes. “One underlying philosophy in Ecclesiastes is that the individual can find truth by using his powers of observation and reason instead of blindly following tradition.  You acquire wisdom and focus that wisdom to figure out the world on your own…The world is complicated, so people seek complicated solutions. And there’s nothing wrong with that because simple answers don’t usually work. But sometimes the answers are simple and people still refuse to see them.”

This is the kind of book that makes the reader realise that if any of these could be true, a novel would be the only way to make it public. This novel will make an excellent movie.

Wednesday, August 22, 2012

Σταύρος Ζένιος, Δημιουργική Κύπρος – Πολιτική μεταρρύθμιση για την Κύπρο του 21ου αιώνα, 2012


Το βιβλίο αυτό αφορά τις προτάσεις του Σταύρου Ζένιου, καθηγητή οικονομικών και τέως πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, αναφορικά με την πολιτική μεταρρύθμιση που οραματίζεται για την Κύπρο. Ο συγγραφέας επαναλαμβάνει στο βιβλίο αυτό τη λέξη «μεταίχμιο» ή παράγωγά της τουλάχιστον 70 φορές, υπογραμμίζοντας την κρισιμότητα των καιρών και την αλλαγή της γενικής τάσης από το θετικό στα αρνητικό στα πλείστα οικονομικά και πολιτικά κριτήρια που χρησιμοποιεί.

Ο συγγραφέας αρχίζει το βιβλίο του ασκώντας κριτική στο πολιτικό σύστημα: «Τα κεκτημένα συμφέροντα, οι αναχρονιστικές νοοτροπίες, φοβίες και ανασφάλειες, η δειλία μπροστά στο πολιτικό κόστος έδειξαν το άσχημο πρόσωπό τους». Την ίδια στιγμή απουσιάζει η αυτοκριτική για τη δημιουργία και λειτουργία τριών κρατικών πανεπιστημίων που προσφέρουν «δωρεάν» τριτοβάθμια εκπαίδευση χρηματοδοτούμενα σχεδόν αποκλειστικά από τους φορολογουμένους, συνεισφέροντας με το δικό τους τρόπο στα δημοσιονομικά ελλείμματα, στο δημόσιο χρέος και «στη συνεχή μεγέθυνση του δημόσιου τομέα χωρίς να λαμβάνει υπόψη της δυνατότητες της οικονομίας». Ο συγγραφέας νοιώθει περήφανος γιατί το Πανεπιστήμιο Κύπρου έθεσε ψηλά κριτήρια εισδοχής για τη νεοσύστατη πολυτεχνική σχολή ή ότι καινοτόμησε υιοθετώντας διεθνή κριτήρια εισδοχής φοιτητών. Αποσιωπά, όμως, το γεγονός ότι ενώ κάποιοι έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν με κρατική δαπάνη με βαθμολογίες εισδοχής στη φιλοσοφική σχολή με 3/20, κάποιοι άλλοι στερούνται ευκαιριών και απορρίπτονται από τη νομική ή άλλα προγράμματα με 19/20. Συχνά αποδίδει τα προβλήματα της πολιτείας σε αναχρονιστικές συμπεριφορές, αγνοώντας ότι οι συμπεριφορές αυτές επαναλαμβάνονται και στο πανεπιστήμιο. Σίγουρα χρειάζεται θάρρος μπροστά στα κεκτημένα συμφέροντα, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας. Τα κεκτημένα συμφέροντα όμως, δυστυχώς, συμπεριλαμβάνουν και τους πολύ σύγχρονους και πρόσφατους πανεπιστημιακούς. Ποιες είναι πραγματικά «οι ευκαιρίες που έχουν οι πολίτες να αναπτύξουν τις ικανότητές τους για να ζήσουν τη ζωή που οι ίδιοι θεωρούν ότι έχει αξία» όταν αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο Κύπρου, σε σχέση με τα πανεπιστήμια από τα οποία αποφοίτησε ο κ. Ζένιος; Τα ανώτατα κρατικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας «επενδύουν» σχεδόν €300 εκατομμύρια ετήσια προσφέροντας εκπαίδευση σε λιγότερους από 10,000 φοιτητές ανά πάσα στιγμή. Εάν το κράτος αποφάσιζε να παραχωρήσει υποτροφίες ύψους €30,000 ανά έτος σε 10,000 φοιτητές, αντί «δωρεάν» φοίτηση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το ΤΕΠΑΚ κτλ, αυτοί θα επέλεγαν να φοιτήσουν στα κρατικά Πανεπιστήμια της Κύπρου;  Όταν ο τόπος βασανίζεται από οικονομική κρίση και ανεργία είναι σε θέση οι νέοι επιστήμονες απόφοιτοι να δημιουργούν τις δικές στους επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας; Εάν ο τέως Πρύτανης μπορούσε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις, τότε ίσως θα μπορούσε να δώσει την ελπίδα στον αναγνώστη ότι το ίδρυμα το οποίο επευφημεί ως νησίδα καλοδιαχείρισης, ανάμεσα σε ένα πέλαγος κεκτημένων συμφερόντων, αναχρονιστικών νοοτροπιών, πολιτικής δειλίας, διαφθοράς και ανευθυνότητας, αποτελεί όντως μέρος των λύσεων, της δημιουργικής Κύπρου, και όχι μέρος των προβλημάτων και του κατεστημένου.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι με τη σωστή ανάλυση και όραμα μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας. «Για να χαράξουμε μια νέα πορεία πρέπει να ξεχωρίσουμε αυτά που θέλουμε από αυτά που χρειαζόμαστε...Πρέπει να ακολουθήσουμε χωρίς δισταγμούς μια πορεία δέσμευσης σε στόχους...Έχουμε θέσει τις βάσεις για να σχεδιάσουμε οικονομία που να είναι δίκαιη και βιώσιμη...Χρειαζόμαστε υποδομή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αντί για μεγαλύτερο οδικό δίκτυο, ανάπτυξη των πανεπιστημίων και της δημόσιας υγείας αντί για οικιστικές μονάδες φθηνού τουρισμού, ορθολογική πολιτική κοστολόγησης των περιορισμένων υδατικών πόρων αντί για δημιουργία περισσότέρων μονάδων αφαλάτωσης...Χρειαζόμαστε και εδώ θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Μία ανεξάρτητη Αρχή Διαχείρισης Δημόσιων Οργανισμών». Παράλληλα διαπιστώνει ότι «επικρατεί η τέχνη της πολιτικής λοξοδρομίας, της ικανότητας δηλαδή να μην παίρνεις σαφή θέση και παρόλα αυτά να επιβιώνεις ωραιότατα».  Στην ερώτηση μεγαλύτερο ή μικρότερο κράτος ο καθηγητής απαντά καλύτερο κράτος. Όμως, η απάντηση αυτή, στη συγκεκριμένη ερώτηση, δεν αποτελεί πολιτική λοξοδρομία;  Ο υπόλοιπος κόσμος γιατί βασανίζεται και προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα;

Ο καθηγητής προτείνει, μεταξύ άλλων, ότι τα συστήματα διαχείρισης ποιότητας μπορούν να βοηθήσουν τη δημόσια υπηρεσία να βελτιώσει τις υπηρεσίες που προσφέρει. Φαίνεται όμως να παραβλέπει ότι μία βασική αρχή του ελέγχου ποιότητας είναι ο έλεγχος της διαδικασίας αντί του τελικού προϊόντος. Υποστηρίζει ότι η δημόσια υπηρεσία λανθασμένα δίνει έμφαση στις διαδικασίες αντί στην εξυπηρέτηση του πολίτη ως και αυτά τα δύο να αποτελούν αμοιβαία αποκλειόμενες επιλογές. 

Τα συμπεράσματα δεν απορρέουν από την ανάλυση που προηγείται. Συχνά φαίνεται να υποπίπτει στην πλάνη της ψευδούς αιτίας, αποδίδει δηλαδή σχέση αιτίου αποτελέσματος σε διάφορες σχετιζόμενες παραμέτρους χωρίς κάτι τέτοιο να τεκμηριώνεται.  Η παράθεση της διαφοράς μεταξύ κάποιων στατιστικών δεικτών της Κύπρου με κάποιο μέσο όρο ή κατάταξη της Ευρώπης αφήνεται να αποτελεί κάτι θετικό ή αρνητικό ως και εάν η Κύπρος θα έπρεπε να θέσει ως στόχο να συγκλίνει με κάποιο μαγικό δείκτη ή μέσο όρο. «Αν συγκρίνουμε τους δικούς μας δείκτες με το τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη θα διαπιστώσουμε υστέρηση...Κρίσιμος παράγοντας για την πρόοδο της οικονομίας είναι η διασύνδεση με τη γνώση και τις τεχνολογίες. Εδώ οι επιδώσεις μας έχουν μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Όσο αφορά τις επενδύσεις στην έρευνα και τη τεχνολογική ανάπτυξη βρισκόμαστε στην τελευταία θέση με διαφορά , μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ο μέσος όρος επενδύσεων στην Ε.Ε....».  Ο συγγραφέας δεν ασχολείται με βασικά ερωτήματα που προκύπτουν από τις θέσεις του. Οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη αποτελούν το αίτιο, το αποτέλεσμα ή απλά συσχετισμένη παράμετρο της οικονομικής προόδου; Εάν υιοθετήσουμε μία στρατηγική απομίμησης των χωρών της Ε.Ε. σε μια προσπάθεια σύγκλισης των διαφόρων δεικτών η Κύπρος θα έχει καλύτερες ή χειρότερες οικονομικές επιδώσεις και γιατί; Τα μικρά μεγέθη της Κύπρου και των επιχειρήσεών της συνάδουν με μία στρατηγική απομίμησης των μεγάλων και ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Εν.; Η διαφοροποίηση της Κύπρου από τις υπόλοιπες χώρες μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική πρόοδο; Η διαφορά από μόνη της μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό, χωρίς να αποτελεί κατ'ανάγκη κάτι θετικό ή αρνητικό;

Συχνά αποδίδει εξηγήσεις που αποτελούν ένα μικρό μέρος της πραγματικότητας: «Οι αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής όπου θα κτίζονταν οι μονάδες {αφαλάτωσης} οδήγησαν στη ματαίωση του έργου...η ένταξη της χώρας μας στην ευροζώνη ήταν μια μεγάλη επιτυχία που προέκυψε από τη συνέπεια της οικονομικής πολιτικής...Είδαμε τις αγορές να μεθούν από την υπερβολική ελευθερία και να προκαλούν την παγκόσμια κρίση του 2008...Η υπερβολική συσσώρευση ανενεργού πλούτου οδηγεί σε ύφεση και χαμηλές αποδόσεις του συσσωρευμένου πλούτου...οι πολιτικές δυνάμεις προτιμούν να ακολουθούν τον σίγουρο δρόμο των δογματισμών, παρά να έχουν ως στόχο την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων[1]...Σκεφτείτε για παράδειγμα, την παρουσία σημαντικού αριθμού ξένων εργατών στη χώρα μας. Αυξάνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, ταυτόχρονα όμως δημιουργούν κοινωνικά προβλήματα γκετοποίησης και αποκλεισμού...Οι φυσικοί πόροι – νερό, πετρέλαιο, ορυκτά μεταλλεύματα, καλλιεργήσιμη γη – εξαντλούνται...Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία περιόρισε το κράτος επιτρέποντας στον ατομικισμό των αγορών να φθάσει στα άκρα και να προκαλέσει πρωτοφανείς οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές κρίσεις...Χρειαζόμαστε ένα ριζοσπαστικό κέντρο...Δεν μπορεί να εξαντλήσουμε, για παράδειγμα, όλες τις φυσικές μορφές ενέργειας και να αφήσουμε τις επόμενες γενιές χωρίς ενέργεια...Δεν επιτρέπεται να καταστρέψουμε όλες τις ομορφιές της φύσης και να αφήσουμε στα παιδιά μας ένα σκουπιδότοπο...Αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν να αντιμετωπίσουν αυτές τις περιβαλλοντικές κρίσεις θα μπορούσαν να επενδύσουν τα χρήματα στη βελτίωση των νοσοκομείων, επέκταση των πανεπιστημίων...Μπορούμε να τα καταφέρουμε ή θα ακολουθήσουμε την αυτοκαταστροφική πορεία των Μάγια και των άλλων πολιτισμών;...Ο περιβαλλοντικός προγραμματισμός είναι μακροχρόνιος και αποτελεί διαχρονική συνέπεια. Δεν υπάρχει πολυτέλεια για προσαρμογές με τις εναλλαγές κυβερνήσεων...Αν μια κοινωνία ανέργων βγουν με τα αυτοκίνητα στους δρόμους προκαλώντας μποτιλιάρισμα, το ΑΕΠ θα ανέβει...Κάθε αυτοκίνητο που κυκλοφορεί σε ώρα αιχμής μας προξενεί κοινωνικό κόστος μέχρι και 1,30 Ευρώ ανά χιλιόμετρο..Σκεφτείτε λοιπόν τις εξοικονομήσεις όταν θα μπορούν να παίρνουν το τραμ...Επομένως, καθώς επιδιώκουμε πολιτικές που να είναι περιβαλλοντικά αποδοτικές δημιουργούμε θέσεις εργασίας...Οι κύριες αδυναμίες της κυπριακής οικονομίας μπορούν να συνοψισθούν στα εξής: στο υψηλό κόστος δημοσίων δαπανών...Η πυκνότητα οδικού δικτύου θεωρείται θετικό χαρακτηριστικό για την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Εμείς έχουμε υπερδιπλάσια από άλλες ευρωπαϊκές χώρες γεγονός που πρέπει να μας προβληματίσει...Τα θέματα ενέργειας είναι στο επίκεντρο των οικονομικών σχεδιασμών. Δεν μπορεί να θεωρούνται παράρτημα του Υπουργείου Εμπορίου αφημένα σε χαμηλόβαθμους δημόσιους λειτουργούς, όσο ικανοί και να είναι...Όταν πέραν των μισών νέων μας σπουδάζουν στο εξωτερικό τότε εκχωρούμε μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα σε άλλους...οι νέοι μας λένε ότι σύνδεσμοι και οργανώσεις δεν τους ενδιαφέρουν διότι βρίσκονται υπό τον έλεγχο πολιτικών κομμάτων».

Η ανάλυση των ιστορίας αφήνει αναπάντητα ερωτηματικά. «Η αύξηση των χωριών με μεικτό πληθυσμό επιβεβαιώνει την ειρηνική συνύπαρξη των κοινοτήτων: 172 μικτά χωριά καταγράφει η απογραφή του 1832, το 1858 αυξάνονται σε 239 και το 1891 σε 346». Ο συγγραφέας προχωρεί σε ένα συμπέρασμα λόγω της αύξησης των μικτών χωριών. Γιατί δηλαδή το συμπέρασμα να μην είναι ότι η αύξηση των χωριών με μικτό πληθυσμό επιβεβαιώνει την αυξημένη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών και τον εποικισμό της Κύπρου από τους Οθωμανούς; Άλλωστε, πως είναι δυνατόν η αυξημένη ειρηνική συνύπαρξη να οδήγησε στους βαλκανικούς πολέμους και στη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας; Όλοι οι άλλοι δηλαδή επαναστατούσαν ενώ οι Κύπριοι αύξαναν τα μεικτά χωριά λόγω ειρηνικής συνύπαρξης; Εάν το πρόβλημά τους ήταν ουσιαστικά η κακή διοίκηση, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, γιατί οι επαναστάσεις δεν οδήγησαν στην Οθωμανική Δημοκρατία, στο μοντέλο ας πούμε της Γαλλικής επανάστασης; Ο συγγραφέας πέφτει τελικά στην παγίδα για την οποία ο ίδιος προειδοποιεί: «Να βλέπουμε το παρελθόν μας κριτικά είναι δείγμα ωριμότητας και καλλιεργημένου στοχασμού. Να θεωρούμε την ισχύουσα αφήγηση του παρελθόντος ως θέσφατο, είναι δείγμα δογματισμού και στενών οριζόντων.» Αυτά όμως πρέπει να ισχύουν και για τις δικές μας αφηγήσεις, όχι μόνο για εκείνες με τις οποίες εμείς διαφωνούμε!

Συχνά πέφτει και στην παγίδα του τοξικού λόγου για τον οποίο ο ίδιος προειδοποιεί: «Η συζήτηση όμως αποκάλυψε σοβαρά ελλείμματα αξιών τα οποία μια δημιουργική κοινωνία οφείλει να καλύψει...Πατριωτισμός είναι να αναδείξουμε το Κοινοβούλιο μας ως μέρος όπου τα εθνικά θέματα λύνονται για χάρη του κοινού καλού και όχι προς όφελος πολιτικών τακτικισμών, ιδεολογικών δογματισμών ή λόγω δειλίας μπροστά στο πολιτικό κόστος...Ο δάσκαλος που απέχει από τις σχολικές γιορτές διαμαρτυρόμενος για τα οικονομικά μέτρα δεν δείχνει πατριωτισμό – αποκαλύπτει εγωκεντρισμό...»

Το βιβλίο είναι γεμάτο σοφές κουβέντες από διάφορες πηγές. Κάποιες καθιερωμένες αρχές της οικονομικής επιστήμης παρουσιάζονται ως σκέψεις  του συγγραφέα. «Χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό κινήτρων, τα διευθυντικά στελέχη δεν ενδιαφέρονται για τους μετόχους αλλά για το όφελος της διεύθυνσης...Οι αγορές δεν είναι σε θέση να προσφέρουν δημόσια αγαθά...Ισότητα ευκαιριών και όχι ισότητα αποτελεσμάτων είναι το ζητούμενο». Το βιβλίο αγνοεί τον υπέρμαχο του φιλελευθερισμού  Milton Friedman ή τον πρωτοπόρο των οικονομικών Adam Smith. Ο καθηγητής φαίνεται να παραβιάζει με τον τρόπο αυτό μία βασική αρχή της επιστήμης που καθιερώθηκε από τον Αριστοτέλη εδώ και 2500 σχεδόν χρόνια: «Ο επιστήμονας λειτουργεί ερευνητικά και επαγωγικά...συλλέγει κάθε είδους παρατηρήσεις και εμπειρικά δεδομένα τα οποία δεν έχει δικαίωμα να παραβλέψει». Εάν η μέθοδος έρευνας είναι να αναφέρουμε τις κουβέντες που είπαν διάφοροι στοχαστές για κάποιο θέμα για να υποστηρίξουμε τα επιχειρήματά μας, τότε θα πρέπει να αναφέρουμε και την αντίθετη άποψη κάποιων άλλων, εξίσου σημαντικών στοχαστών.

Το βιβλίο αναπτύσσει και θέσεις επί του Κυπριακού προβλήματος. Ο καθηγητής φαίνεται να πιστεύει ότι η Κύπρος είναι σε θέση να αναπτύξει πολύ περισσότερες πρωτοβουλίες.

Ο καθηγητής Ζένιος σωστά διαπιστώνει ότι «η τέχνη της διακυβέρνησης μιας κοινωνίας προκύπτει από τη βαθιά κατανόηση των κοινωνικών, πολιτικών, και οικονομικών φαινομένων και ασκείται με γενικές αρχές στέρεα θεμελιωμένες στις μεγάλες ιδέες της εποχής».  Δεν έχω πεισθεί από το βιβλίο αυτό ότι ο ίδιος κατέχει αυτή τη βαθιά κατανόηση. Διακηρύττει τον ορθολογισμό και την αναζήτηση της αλήθειας. Δεν έχω πεισθεί ότι στο βιβλίο του ο ίδιος ακολουθεί τις διακηρύξεις του. Ο καθηγητής Ζένιος φαίνεται να είναι ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν όχι με το διάβασμα και την εμπειρία στο φιλελεύθερο και πλουσιοπάροχο περιβάλλον της ακαδημαϊκής κοινότητας, πως μπορεί κάποιος να αποκτήσει πραγματικά τη βαθιά κατανόηση ώστε να επιδοθεί με επιτυχία στην τέχνη της διακυβέρνησης;



[1] Εάν οι πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο ακολουθούσαν πραγματικά τις δογματικές αντιλήψεις τους τότε με την εναλλαγή εξουσίας θα είχαμε την ελπίδα για μια διαχρονικά καλύτερη οργάνωση και προγραμματισμό επί αριστερών κυβερνήσεων και, λιγότερο κράτος και περισσότερη ελεύθερη αγορά επί δεξιών, πράγματα που θα οδηγούσαν σε μια συνεχή βελτίωση των θεσμών. Πολύ φοβούμαι ότι το πρόβλημα στην Κύπρο είναι ότι οι ιδεολογίες παραμένουν συνθήματα, χωρίς οι αριστεροί να είναι πραγματικά αριστεροί αλλά ούτε και οι δεξιοί πραγματικά δεξιοί. 

Wednesday, August 15, 2012

Ντόρις Λέσινγ, Το πέμπτο παιδί, 1988 (Doris Lessing, The Fifth Child)


Το μυθιστόρημα αυτό αφορά μια οικογένεια που διαλύεται όταν γεννιέται το πέμπτο παιδί. Απόμακρο και απροσάρμοστο, χωρίς κοινωνικές ικανότητες, αλλά με απίστευτη έμφυτη μυϊκή δύναμη, απομακρύνει από κοντά του τα αδέλφια, τους συγγενείς αλλά και τους γονείς του. Όταν ο γάτος και ο σκύλος της οικογένειας βρίσκονται διαδοχικά στραγγαλισμένοι όλοι υποψιάζονται το μικρό δίχρονο Μπεν. Μετά τα τρίτα του γενέθλια, οι γονείς αποφασίζουν για το καλό της υπόλοιπης οικογένειας να τον στείλουν σε κάποιο «ειδικό» ίδρυμα. Η μάνα όμως δεν μπορεί να αντέξει την ενοχή και τον φέρνει πίσω στο σπίτι τυλιγμένο σε ένα ζουρλομανδύα μετά από μερικές μέρες. Τα υπόλοιπα παιδιά κλειδώνουν τις πόρτες των δωματίων τους όταν κοιμούνται. Γιατροί, δάσκαλοι, κοινωνικοί λειτουργοί, αδυνατούν να εκφέρουν άποψη ή να διαγνώσουν πιο ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο Μπεν φαίνεται να κουβαλεί αρχέγονα ένστικτα από κάποια άλλη εποχή χιλιάδες χρόνια πριν. Μεγαλώνει με παρέες ανάλογα ατίθασα και απροσάρμοστα παιδιά με έφεση στο έγκλημα και τη βία. Οι δάσκαλοι είναι ικανοποιημένοι που όλοι αυτοί απλά απουσιάζουν από το σχολείο. Όλοι βρίσκουν μια ευκαιρία να φύγουν από το σπίτι ενώ η μητέρα παρακολουθεί τον έφηβο πλέον Μπεν να μεγαλώνει και να ανεξαρτητοποιείται. Γνωρίζει ότι αργά η γρήγορα αυτός θα συλληφθεί για κάποιο αδίκημα και ότι θα καταλήξει ξανά ναρκωμένος μέσα σε ένα ζουρλομανδύα.

Η ιστορία αυτή, φέρνει στο προσκήνιο τους ανθρώπους που γεννιούνται χωρίς ιδιαίτερα χαρίσματα, με εγκληματικά ένστικτα και έμφυτα ελαττώματα, που αδυνατούν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της κοινωνίας, αλλά και με τους οποίους η κοινωνία αρνείται να ασχοληθεί. Η μοίρα τους είναι συχνά να καταλήξουν έγκλειστοι σε κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα. 

Saturday, August 4, 2012

Σκαϊ Βιβλίο, Μεγάλοι Έλληνες, Αριστοτέλης, 2009

«Οι Περσικοί πολέμοι υπήρξαν αναμφίβολα η μεγάλη στιγμή της Αθήνας. Η γενική αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου των Αθηναίων στις νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και η δημιουργία της αθηναϊκής συμμαχίας το 477 π.χ. άλλαξαν ριζικά τη μοίρα της πόλης. Από μια άσημη επαρχιακή πόλη, όπως ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, η Αθήνα έγινε ξαφνικά η πιο ισχυρή, η πιο πλούσια και η πιο μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Ακόμη πιο απότομη ήταν η αλλαγή στην πνευματική της ατμόσφαιρα...μια πλευρά της αθηναϊκής ιστορίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο: η ανάπτυξη της δημοκρατίας.»

«Κατά τον 7ο και 6ο αιώνα η Αθήνα σπαράσσεται από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. Η αδυναμία της να μετάσχει στον αποικισμό και ο περιορισμός της στο έδαφος της Αττικής οδήγησαν σε οικονομική κρίση και όξυναν τις κοινωνικές διαφορές. Για να φτάσουμε στην άμεση και διευρυμένη δημοκρατία του 5ου αιώνα, όπου όλοι πλέον οι Αθηναίοι πολίτες μετείχαν στη διακυβέρνηση της πόλης, απαιτήθηκαν οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα (599 π.χ.), του Κλεισθένη (508 π.χ.), του Εφιάλτη (462 π.χ.) και του Περικλή (457- 451 π.χ.). Κοινό χαρακτηριστικό όλων των μεταρρυθμίσεων ήταν η προοδευτική αφαίρεση των προνομίων των πλουσίων γαιοκτημόνων προς όφελος του «δήμου». Η εξουσία περνά από τον αριστοκρατικό Άρειο Πάγο στην εκκλησία του δήμου, το κυρίαρχο σώμα της δημοκρατικής πολιτείας, όπου λαμβάνονται οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις με πάνδημη συμμετοχή και με την ισότιμη ψήφο Αθηναίων πολιτών. Στην Αθήνα η πλήρωση όλων των δημοσίων αξιωμάτων γινόταν με κλήρωση – μόνο οι στρατηγοί εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου...ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αθήνας ήταν ανά πάσα στιγμή απασχολημένο με τη διοίκηση της πόλης. Κάθε Αθηναίος, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την περιουσία, τη μόρφωση ή το επάγγελμά του, είχε την ευκαιρία πολλές φορές στη ζωή του να περάσει από τη θέση του βουλευτή, του δικαστή, ακόμη και να κληρωθεί άρχοντας ή πρύτανης της Βουλής. Ο ρόλος του ‘πολίτη’ γίνεται η πιο σεβαστή ανθρώπινη δραστηριότητα στο εσωτερικό της αθηναϊκής δημοκρατίας...Η ουσιαστική συμβολή στα κοινά της ισχυρότερης ελληνικής πόλης...φέρνει τους πολίτες αντιμέτωπους με νέα προβλήματα: Ποια είναι τα όρια της δημοκρατίας; Ποιοι πρέπει να ψηφίζουν και ποιο να εκλέγονται; Πως διασφαλίζεται η ορθότητα των αποφάσεων του δήμου και η αποφασιστική άσκηση της εξουσίας; Πως πρέπει να νομοθετούμε και πότε αλλάζουμε τους ισχύοντες νόμους; Πως μπορούμε να περιορίσουμε τους εκάστοτε ισχυρούς;...Για να αποκτήσει κανείς δύναμη στη δημοκρατική Αθήνα, ένας δρόμος υπάρχει: πρέπει να έχει μαζί του την πλειοψηφία των πολιτών στη Βουλή και στην εκκλησία του δήμου. Πρέπει δηλαδή να γνωρίζει πως να πείθει τους συμπολίτες του για την ορθότητα της άποψής του, και μάλιστα όχι κάθε τέσσερα χρόνια, όπως γίνεται σήμερα αλλά σε καθημερινή βάση. Στην αθηναϊκή δημοκρατία, στη δημοκρατία των ‘λόγων’, η τέχνη της πειθούς γίνεται η ύψιστη πολιτική αρετή...Τον ρόλο του δασκάλου της πολιτικής σε αυτήν την συγκυρία, θα διεκδικήσει ο ρήτορας και ο φιλόσοφος.»

Η οριστική ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο το 404 π.χ. αποδόθηκε στον εκφυλισμό της αθηναϊκής δημοκρατίας. «Η ωμή βία ωστόσο που επέβαλε το απολυταρχικό καθεστώς (των Τριάκοντα 404-403 π.χ.), και ο κύκλος αίματος στον οποίο οδήγησε έπεισαν τον Πλάτωνα ότι κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στον καταναγκασμό. Η συναίνεση των πολιτών και σεβασμός των νόμων αποτελούν θεμέλια του δίκαιου πολιτεύματος. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτωνας ουδέποτε αποδέχθηκε την εξισωτική λογική της άμεσης δημοκρατίας, η οποία κατά τη γνώμη του, απομακρύνει τους έντιμους και τους άξιους πολίτες από την εξουσία και φέρνει στο προσκήνιο τους επιτήδειους και τους δημαγωγούς.» Άποψη που εδραιώθηκε «όταν είδε τους ηγέτες της παλινόρθωσης ...να σέρνουν τον Σωκράτη το 399 π.χ. και να τον οδηγούν στον θάνατο.»

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.χ.) «μας έκανε να αντιληφθούμε ότι το μεγάλο μυστικό του επιστήμονα είναι ο τρόπος που σκέφτεται (ο τρόπος που συλλογίζεται και ο τρόπος που προβαίνει σε αποδείξεις)...απαίτησε οι πρώτες αρχές της επιστήμης να είναι αληθείς, καθολικές και αναγκαίες...Στο πρώτο στάδιο ο επιστήμονας λειτουργεί ερευνητικά και επαγωγικά...συλλέγει κάθε είδους παρατηρήσεις και εμπειρικά δεδομένα» τα οποία δεν έχει δικαίωμα να παραβλέψει. Ο Αριστοτέλης καθιερώνει τη σχέση αιτίου αποτελέσματος. «Υιοθετεί τη διάκριση των τεσσάρων στοιχείων (γη, νερό, αέρας, φωτιά) που εισήγαγε στην ελληνική φιλοσοφία ο Εμπεδοκλής...».

«Ο ελεύθερος πολίτης, αυτός που έχει τη δυνατότητα να άρχει και να άρχεται...θα επιδιώξει την ευδαιμονία μέσα στους θεσμούς της πόλης...Η ύψιστη αρετή του πολίτη είναι για τον Αριστοτέλη η ‘φρόνηση’...συνίσταται στην ικανότητα του ατόμου να διαχωρίζει με ορθή κρίση τη σωστή από τη λανθασμένη πράξη, το καλό από το κακό...που διέπεται από αλήθεια...έτσι θα αναπτύξει μέσα του τον ‘ορθό λόγο’...Οι υπόλοιπες αρετές – η ανδρεία, η γενναιοδωρία, η μεγαλοφροσύνη κτλ – έχουν ηθικό χαρακτήρα. Ορίζονται πάντοτε ως ‘μεσότητες’ ανάμεσα σε δύο άκρα: στην ‘υπερβολή’ και στην ‘έλλειψη’», καθιερώνοντας το «μέτρο άριστο». «Η ενάρετη ζωή, έχει ένα σαφή στόχο: την ευδαιμονία...μια ζωή μετρημένη και δημιουργική που στηρίζεται στην πολιτική συμμετοχή, που εξασφαλίζει οικογενειακή γαλήνη, σημαντικές φιλίες και κοινωνική αναγνώριση...τότε επιτυγχάνει ένα ανώτερο επίπεδο ζωής που χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια, δηλαδή πραγματική ελευθερία αλλά και μέγιστη ικανοποίηση.»

Τις μέρες αυτές, της στρατιωτικής ήττας από την Τουρκία, της οικονομικής αυτοκαταστροφής από τις πράξεις και παραλήψεις των κυβερνώντων, των τραπεζιτών, της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, η πλούσια αρχαία ελληνική φιλοσοφία κρύβει μέσα της δοκιμασμένες λύσεις: Νικηφόρες ένοπλες δυνάμεις, διακρατικές αποτελεσματικές συμμαχίες, πολιτικές μεταρρυθμίσεις, προοδευτική αφαίρεση των προνομίων των πλουσίων υπέρ του δήμου, ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και στα δημόσια αξιώματα, καθιέρωση του ορθού λόγου στη λήψη αποφάσεων, επιδίωξη του μέτρου και της αυτάρκειας ως ελεύθερη επιλογή  ευδαιμονίας.

Sunday, July 29, 2012

Σκαϊ Βιβλίο, Μεγάλοι Έλληνες, Πλάτων, 2009

Ο Πλάτωνας (427- 347 π.χ.), μαθητής του Σωκράτη, είναι «ο φιλόσοφος που διαβάστηκε όσο κανένας άλλος σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας...Ο Πλάτωνας δε θεωρεί τον εαυτό του σοφό. Γιατί όπως ο ίδιος μας λέει, ο σοφός δε μαθαίνει γιατί τα ξέρει όλα. Ομοίως δε μαθαίνει ο αδαής (αμαθής) γιατί δε θέλει ή δεν μπορεί να μάθει...αυτός που πραγματικά αγαπά τη σοφία και παλεύει με κάθε τρόπο να την αποκτήσει, αυτός είναι ο φιλόσοφος».

«Η γνώση του Πλάτωνα δεν είναι η γνώση του ειδικού σε κάτι. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η γνώση του καλού αρχιτέκτονα ή του ικανού γιατρού, οικοδόμου ή χρηματιστή. Όλα αυτά είναι τα μέσα για κάτι όχι σκοποί...Η γνώση που αναζητά ο Πλάτωνας είναι άλλη. Είναι η γνώση που κάνει όλες τις παραπάνω γνώσεις να είναι χρήσιμες και ωφέλιμες. Είναι δηλαδή η γνώση του καλού και του κακού...Για να φτάσουμε σε αυτή τη γνώση χρειαζόμαστε σκληρή συστηματική νοητική εργασία».

«Για τον Πλάτωνα μια δίκαιη και σωστή πολιτεία είναι αυτή όπου ο κάθε άνθρωπος κάνει αυτό για το οποίο έχει ικανότητες...Τόσο ο υπερβολικός πλούτος όσο και η πολλή φτώχια διαφθείρουν και καταστρέφουν τον άνθρωπο. Η πολλή φτώχια οδηγεί τον άνθρωπο στο μίσος και την εγκληματικότητα ενώ ο πολύς πλούτος στην υπεροψία, τη σκληρότητα, τον εγωισμό και την μαλθακότητα.»

«Η ανθρώπινη ψυχή μας λέει ο Πλάτωνας, έχει τρία μέρη. Το επιθυμητικό, που σχετίζεται με τις σωματικές επιθυμίες, το θυμοειδές, που σχετίζεται με την ανδρεία, τη δόξα και τις τιμές, και τέλος το λογιστικό που σχετίζεται με το νου και τις λειτουργίες του...τα τρία αυτά χαρακτηριστικά πρέπει να αντανακλώνται μέσα στη δίκαιη κοινωνία. Έτσι, η ιδανική πολιτεία του έχει τρεις τάξεις. Την τάξη των παραγωγών – αυτών που ασχολούνται με την οικονομία - , την τάξη των στρατιωτικών και τέλος την τάξη των κυβερνητών...μόνο αν από κάποια ευτυχή σύμπτωση μπορέσουν οι αληθινοί φιλόσοφοι να κυβερνήσουν, μόνο τότε σε μια πόλη θα μπορέσει να σταματήσει η αδικία και η δυστυχία...Ο σωστός πολιτικός, λέει ο Πλάτωνας, πρέπει να έχει γνώσεις, να είναι ενάρετος, να μην έχει φιλοδοξίες, να μην παρασύρεται από τα πλούτη. Αυτός όμως ο άνθρωπος είναι ο αληθινός φιλόσοφος...Αν κάποιος θέλει πολύ να γίνει πολιτικός, προβάλει τον εαυτό του, έχει φιλοδοξίες, κάνει ντόρο γύρω από το όνομά του, αυτόν ποτέ να μην τον κάνουμε πολιτικό, ποτέ να μην τον ψηφίσουμε, ποτέ να μην τον αφήσουμε να κυβερνήσει...Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι, έχοντας την εξουσία, να συσσωρεύουν και πλούτο ή να θέλουν να κληρονομήσουν την εξουσία τους στα παιδιά τους...Για να το αποφύγει αυτό ο Πλάτωνας απαγορεύει σε κυβερνήτες να έχουν ιδιοκτησία και πλούτο. Ζουν και σιτίζονται όλοι μαζί με κρατική δαπάνη...Η φιλαρχία είναι η πιο μεθυστική απ’ όλες τις σαρκικές απολαύσεις: τις περιλαμβάνει όλες. Τι άλλο γιατρικό μπορεί κανείς να βρει γι’ αυτή την αρρώστια, που αποστερεί κάθε ιδέα διακυβέρνησης, εκτός από τον απόλυτο διαχωρισμό αυτών των δύο εννοιών της πολιτικής εξουσίας και του ατομικού συμφέροντος;...Ας αφήσουμε στο λαό την πλέρια και κυρίαρχη ελευθερία στο οικονομικό πεδίο, ας του αφαιρέσουμε όμως κάθε δύναμη και κάθε όρεξη να κυβερνά...Ο λαός των βιοτεχνών και των γεωργών θα θρέψει τους αρχηγούς του, όπως θρέφει κανείς τα μαντρόσκυλα, και οι καλοθρεμμένοι μα λιτοί και ρωμαλέοι σκύλοι θα οδηγούν και θα φυλάνε το κοπάδι. Από τούτη την αρχή πηγάζει αυτό που συχνά ονομάστηκε κομμουνισμός του Πλάτωνα. Κομμουνισμός αν θέλετε, και μάλιστα ο πιο ριζοσπαστικός, εφόσον εφαρμόζεται μόνο σε αυτούς που υποστηρίζουν και σε αυτούς που κυβερνούν το κράτος».

«Ο Πλάτωνας δεν νοιάζεται μόνο για το πως θα υπάρξει μια δίκαιη και ευτυχισμένη κοινωνία. Προσπαθεί να βρει που βρίσκεται η ανθρώπινη ευτυχία. Υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν εξαρτάται από υλικά ή εξωτερικά αγαθά, και ότι ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος είναι αναγκαστικά ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Τα υλικά αγαθά είναι μόνο μέσα για κάτι άλλο και ποτέ σκοποί. Η ευτυχία στον άνθρωπο οφείλεται στην αυτογνωσία του και στην ψυχική του ισορροπία. Τότε επιλέγει να κάνει αυτά τα οποία έχει τις κατάλληλες ικανότητες και φυσικά αυτό τον ικανοποιεί».

«Δεν υπάρχει σωτηρία για τις πολιτείες, εάν οι αληθινοί φιλόσοφοι δεν κυβερνήσουν ή εάν οι κυβερνήτες δεν γίνουν αληθινοί φιλόσοφοι...Ο πολίτης εκείνος που δεν μπορεί να μεταπείσει τη χώρα του με νόμιμα μέσα οφείλει να περιοριστεί στην υπακοή και τη σιωπή.»

Ο Πλάτωνας ακόμη καθιερώνει την επιστημονική μέθοδο: «”Πως μπορούμε να αναζητάμε εκείνο που δεν ξέρουμε;” Δεν είναι κοινό λογοπαίγνιο, για να αναζητάμε κάτι, πρέπει κάπως να το ξέρουμε.» Έκτοτε η επιστήμη υποθέτει και στη συνέχεια επιχειρεί να αποδείξει ή να απορρίψει!

«Ο πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες είναι η μόνη αιτία της δύναμης των βαρβάρων. Το ομολογεί, και επειδή δεν ελπίζει πως είναι δυνατόν να σταματήσει απότομα, θέλει τουλάχιστον να εννοήσει τι είδους πόλεμος είναι αυτός, τι είναι δηλαδή ένας εμφύλιος πόλεμος...Δεν θα μεταχειρίζονται ως εχθρούς όλους τους πολίτες ενός κράτους, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Δεν θα παρατείνεται πόλεμος παρά μόνο έως τη μέρα που οι πραγματικοί ένοχοι θα λογοδοτήσουν. Με μια λέξη, δεν θα γίνεται καμιά πολεμική ενέργεια, χωρίς να θυμηθούν πως πρέπει αύριο να κλείσει ειρήνη...Δεν πιστεύει πως η ανθρωπότητα θα αλλάξει με το θαύμα, ούτε συμβουλεύει ένα λαό να πέσει εύκολα θύμα της απληστίας των άλλων. Περισσότερο από τους φανφαρόφωνους του πολέμου που εκθέτουν την πατρίδα τους σε ανελέητα μίση, θα στιγματίσει τους άβουλους χαρακτήρες στον Πολιτικό, “οι οποίοι από μια παράλογη αγάπη προς την ειρήνη φτάνουν να μην έχουν καμιά ικανότητα για πόλεμο, κι έτσι τους έχει στο χέρι ο πρώτος επιδρομέας”...Ωστόσο, τούτο δεν τον εμποδίζει να διακηρύξει πως σκοπός των κρατών δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η ειρήνη, ή μάλλον κάτι ανώτερο ακόμα απ’ αυτό το ανθρώπινο καλό: Η απόλυτη δικαιοσύνη.»

«Το να μπορεί κανείς να κυβερνά είναι μια επιστήμη που χρειάζεται χρόνια να τη μάθει...χωρίς να αποβλέπουν σε μικροφιλοδοξίες ή άδειες συζητήσεις, μα στο πως θα ασκηθούν για την καλύτερη κατανόηση και την καλύτερη υπεράσπιση της αλήθειας.»

Tuesday, July 10, 2012

Σκαϊ Βιβλίο, Μεγάλοι Έλληνες, Τόμος Ε΄- Σωκράτης, 2009


Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο ότι ένα βιβλίο για τον πατέρα της φιλοσοφίας που έζησε πριν σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια (469-399 π.χ.), εξακολουθεί να είναι επίκαιρο.  Ο Σωκράτης έζησε απλά, χωρίς να επιδιώκει τον πλουτισμό, διδάσκοντας την αρετή ως στόχο ζωής και την επάρκειά της για την ευδαιμονία των ανθρώπων. Με το θάνατό του αναδείχτηκε «ως ο πρώτος ΄άγιος της φιλοσοφίας΄ και  ΄απόστολος της ελευθερίας΄που μαρτύρησε για τις ιδέες του». Είχε μαθητές που τον ακολουθούσαν, δεν έπαιρνε χρήματα, δίδασκε για την ηθική, ότι κανείς δεν είναι κακός θεληματικά («ουδείς εκών κακός»), απέρριπτε την ανταπόδοση της αδικίας, δεν έγραψε ο ίδιος τίποτα και δέχτηκε την καταδίκη του σε θάνατο ως θέμα αρχής. Ο θάνατος του Σωκράτη χαρακτηρίσθηκε ως αυτοθυσία αλλά και αυτοκτονία. Παρόλο που δεν αναφέρεται στο βιβλίο, η ζωή του έχει πάρα πολλές ομοιότητες με εκείνη του Χριστού που ακολούθησε 399 χρόνια μετά το θάνατό του. Ουσιαστική ίσως διαφορά, ότι η Σωκρατική αρετή διδάχθηκε ως ικανή και απαραίτητη συνθήκη για την ευδαιμονία σε αυτόν το κόσμο, ενώ η Χριστιανική για εκείνο μετά τον θάνατο!

Ο Σωκράτης «έβλεπε ότι ο αγώνας για το δίκαιο, ακόμη και σε ιδιωτικό επίπεδο, εγκυμονούσε τους έσχατους κινδύνους. Ήταν λοιπόν ανάγκη όποιος σκόπευε να αγωνιστεί για αυτό, αν δεν ήθελε να χαθεί γρήγορα αλλά να φέρει σε πέρας την αποστολή του, ‘ να ιδιωτεύει και να μη δημοσιεύει ‘ , δηλαδή να μην αναμειγνύεται στο δημόσιο βίο...Ούτε όμως μπορούσε να καταφύγει στη σιωπή και την ησυχία, γιατί θα απειθούσε στο θεό και κυρίως γιατί πίστευε ότι ‘ ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπων ‘». Πίστευε ότι μόνο η επιστήμη δίνει σε κάποιον ηγετικά δικαιώματα. «Βασιλείς και άρχοντες δεν είναι αυτοί που έχουν τα σκήπτρα, ούτε αυτοί που εκλέγονται από τους τυχόντες ούτε αυτοί που βγαίνουν με κλήρο ούτε αυτοί που ασκούν βία ούτε αυτοί που εξαπατούν, αλλά αυτοί που γνωρίζουν καλά να άρχουν».

«Τη σωκρατική ηθική απαρτίζουν κατά βάση δύο κύριες απόψεις: αυτή που υποστηρίζει ότι η αρετή είναι γνώση...και εκείνη που δηλώνει ότι η αρετή φέρνει ευτυχία και η κακία δυστυχία», προσθέτοντας όμως ότι κανείς δεν είναι κακός θεληματικά, ότι είναι απλώς αμαθής. Παρά την αναγνώριση της γνώσης και της επιστήμης ο Σωκράτης δηλώνει ειρωνικά: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Η προσπάθειά του να ορίσει την αρετή ως μία επιστήμη συνέχισε να του διαφεύγει, φαίνεται όμως ότι συμπεριλάμβανε την ανδρεία, σωφροσύνη (ηρεμία και κοσμιότητα), δικαιοσύνη και σοφία (γνώση).

Saturday, June 16, 2012

Ίμρε Κέρτες, Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο 2003 (Imre Kertesz, Sorstalansag {Fatelessness}, 1975)


Το μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας 2002 Ίμρε Κέρτες αφορά τη ζωή ενός δεκατετράχρονου Ούγγρου Εβραίου που το 1944 εκτοπίζεται και φυλακίζεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και Μπόυχενβαλντ. Παρόλο που ο συγγραφέας είχε αυτές τις εμπειρίες,  αρνήθηκε ότι το μυθιστόρημά του είναι αυτοβιογραφικό.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος Κέβες Γκιόργκι, αναγκάζεται στην αρχή, όπως όλοι οι Εβραίοι, να φορά στο πέτο του ένα κίτρινο αστέρι ώστε να ξεχωρίζει. Στη συνέχεια επιστρατεύεται για επικουρική εργασία σε ένα εργοστάσιο. Μια μέρα ενώ βρίσκεται καθοδόν προς την εργασία του με το λεωφορείο, τον κατεβάζουν μαζί με άλλους Εβραίους  και τους φορτώνουν σε τρένο για το Άουσβιτς. Κανένας δε γνωρίζει που πηγαίνουν ή για πιο σκοπό. Οι φύλακές τους γνωρίζουν και οι ίδιοι πολύ λίγα, απλά εκτελούν τις διαταγές τους. Η ιστορία εξελίσσεται μέσα από τα μάτια του δεκατετράχρονου αγοριού που μπορεί, παρά τις κακουχίες, να βιώνει με αισιοδοξία, αξιοπρέπεια και φιλότιμο τις καινούριες του εμπειρίες. Καταφέρνει να επιβιώσει ενώ μαθαίνει μέσα από τις φήμες που κυκλοφορούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τη λειτουργία των κρεματορίων και την τύχη εκείνων που δεν επιλέγονται για κάποια εργασία.  Η απελευθέρωση από τους Αμερικανούς τον βρίσκει ταλαιπωρημένο με πολλά προβλήματα υγείας σε κάποιο νοσοκομείο του στρατοπέδου του Μπούχενβαλντ. Επιστρέφει στην Ουγγαρία.

Το μυθιστόρημα αυτό δεν περιέχει πολλές σοφές κουβέντες. Μόνο τις απλές σκέψεις ενός δεκατετράχρονου που προσπαθεί να επιβιώσει, να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του και να απολαύσει τις λιγοστές στιγμές ευτυχίας. Η συγκλονιστική απλότητά του βοηθά τον αναγνώστη να βιώσει νοερά τη ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη συνεργασία που επέδειξαν οι περισσότεροι κρατούμενοι στα όσα αναγκάστηκαν να υποστούν.

Wednesday, May 16, 2012

Δημήτρη Χατζή, Το Διπλό Βιβλίο, 1999 (Πρώτη έκδοση 1976)


Το βιβλίο αυτό αποτελεί το εξεταζόμενο λογοτεχνικό βιβλίο στο μάθημα των ελληνικών για την Γ Λυκείου, 2011-2012.  Γραμμένο σε απλή γλώσσα το μυθιστόρημα αυτό πραγματικά απορροφά τον αναγνώστη. Εγώ το τέλειωσα μέσα σε μερικές μέρες.

Η ιστορία αφορά την μεταπολεμική Ελλάδα και τους Έλληνες. Ο Κώστας, γεννημένος το 1940 στη Σούρπη της Θεσσαλίας, εργάζεται ξενιτεμένος κατά τη δεκαετία του 1960, ως ανειδίκευτος εργάτης, χαμάλης, σε ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης φαναριών αυτοκινήτων στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Κουβαλάει κασόνια με παραγγελίες από την παραγωγή στο τμήμα αποστολών. Τον βοήθησε να πάει στη Γερμανία ο Σταύρος, ο κολλητός του φίλος στο στρατό. Ο Σταύρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και κανόνισε τον Κώστα ως αντικαταστάτη του στη δουλειά. Το εργοστάσιο εργάζεται ως καλοκουρδισμένο ρολόι. Όλα μελετημένα στην τελευταία λεπτομέρεια. Δε χρειάζεται να σκέπτεται ή να αποφασίζει για τίποτα. Απλώς να εκτελεί την καθημερινή του ρουτίνα με την απαραίτητη απόδοση, τη νόρμα του.

Ο Κώστας χάνει τη μητέρα του στα 15 του χρόνια και αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει τον πατέρα και την αδελφή του. Βρίσκει δουλειά του σε ένα ξυλάδικο στο Βόλο με ένα μπαγαπόντη μάστορα που βγάζει λεφτά πουλώντας μεταχειρισμένη ξυλεία για καινούρια, ενώ το αφεντικό κάνει λεφτά και όνειρα ξεγελώντας την εφορία. Ο πατέρας του Κώστα, Εαμίτης κατά τη διάρκεια του πολέμου, βρίσκεται υπό δυσμένεια και γλιτώνει τη θανατική ποινή που επιβλήθηκε στους συντρόφους του, με τη βοήθεια της αδελφής του που είναι προύχοντας στο Βόλο και που η ίδια κινδύνευσε να κατηγορηθεί ως δωσίλογος για τη συνεργασία της με τους κατακτητές. Τον βαραίνει όμως η υποψία ότι τη γλύτωσε επειδή πρόδωσε τους συντρόφους του και περιθωριοποιείται. Για πολλά χρόνια οι αρχές τον καλούν να υπογράψει μια νέα δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης που δημοσιοποιείται στον τύπο. Στο ραφτάδικο που διατηρεί δεν πατάει σχεδόν κανείς. Αφού ο Κώστας παντρεύει την αδελφή του την Αναστασία, χάνει και τον πατέρα του. Φεύγει για τη Γερμανία.

Ο συγγραφέας αναδεικνύει μέσα από το μυθιστόρημά του την Ελλάδα της μιζέριας, της μικροαπατεωνιάς, των χαμένων γενιών των πολέμων, του εμφυλίου, της δικτατορίας. Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του εξυπνότερο και προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλο και στο τέλος όλοι ζημιώνουν.  Στη Γερμανία συναντά τους Έλληνες της διασποράς, άλλοι φευγάτοι από τη φτώχια, άλλοι κυνηγημένοι από τη δικτατορία, άλλοι αιώνιοι φοιτητές, που συναντώνται περιστασιακά στο ελληνικό καφενείο και παριστάνουν τους πολύξερους και τους φιλόσοφους. Με λόγια μόνο, δίχως έργα. Κάνει παρέα με το Σκουρογιάννη, ένα παλαιότερο μετανάστη, εργάτη και αυτόν σε κάποιο άλλο εργοστάσιο. Τα σαββατοκύριακα, γνωρίζει τον έρωτα και τις εφήμερες σχέσεις, με τις φιλελεύθερες αλλά τίμιες και χωρίς υποκρισίες γερμανίδες. Ζει τη μοναξιά του. Χαζεύει στις βιτρίνες των καταστημάτων και αγοράζει μπιχλιμπίδια που δε χρειάζεται. Βιώνει με τα πενιχρά του μέσα την κοινωνία της κατανάλωσης.  Νοιώθει ξένος, ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Τον εντάσσουν στη συντεχνία και εργάζεται με μεγαλύτερη άνεση. Σε μερικά χρόνια το εργοστάσιο κλείνει και χάνει τη δουλειά του. Ως ένας ξένος άνεργος μετανάστης, γεννιέται μέσα του ο συγγραφέας.

Η ιστορία μεταφέρεται από τον Κώστα στην Αναστασία και τη ζωή της στους Μολάους της Πελοποννήσου, στο Σκουρογιάννη που επιστρέφει στο Ντομπρίνοβο της Πίνδου μετά από 20 χρόνια εργασίας στη Γερμανία αποφασισμένος να ζήσει ελεύθερος χωρίς δουλειές και φασαρίες, στο Σταύρο που παντρεύεται και διατηρεί εστιατόριο μαζί με τη γυναίκα του έχοντας ξεχάσει το μεράκι και τα όνειρά του.

Το βιβλίο αυτό συνδέει τους νέους με τους πατεράδες, τις μανάδες, τους παππούδες τους. Τους βοηθά να αντιληφθούν τις κακουχίες και τις αντιλήψεις τους, την κακομοιριά των Ελλήνων και της ελληνικής κοινωνίας, τους ξύπνιους που έγιναν πλούσιοι αλλά εργάζονται «να μην αφήσουν το ρωμαίικο να γίνει κράτος». Τους βοηθά να εκτιμήσουν ίσως τις ελευθερίες και τις ανέσεις της σημερινής εποχής που κτίστηκαν με ιδρώτα, ξενιτιά και αγριάδα, από ανθρώπους χωρίς μεγάλα όνειρα που τους «ξέφυγε η ζωή μέσα από τα χέρια τους».

«Και το βιβλίο αυτό δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από παντού, τις παρηγοριές που ξεγελούν για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου λείπει, την πανοπλία που χρειάζεται να ντυθείς – να φυλαχτείς, να κτυπηθείς, να νικήσεις...Της ελπίδας το βιβλίο θα‘ θελα να‘ ναι το δεύτερο αυτό το δικό σου. Για το σημερινό, το δικό μας κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πως είναι – και δεν τον φοβάσαι...Αυτής της ελπίδας πως έτσι πηγαίνοντας, μέσ’ απ ‘ την έρημη λεωφόρο, περνώντας ακόμα μέσ’ απ’ αυτή δεν ξέρω πότε, θα βρούμε στο τέλος τους άλλους. Που δεν έχουν πια περισσότερα από σένα, δεν βλέπουν, δεν ξέρουν κι αυτοί περισσότερα...Τους είδες τώρα, τους ξέρεις, πως τρέχουν το πρωί στα λεωφορεία, πως κατεβαίνουν στα μετρό, πως αραδιάζονται – ανύπαρκτοι, τα νούμερα μόνο – μπροστά στα πράσινα μηχανάκια με τις καρτέλες, πως το ζητάνε το βράδυ και κείνοι το κάτι αυτό το ανεκπλήρωτο το δικό τους. Ως την άλλη μέρα, ως το άλλο πρωί, για να τον αρχίσουν πάλι τον ίδιο δρόμο της δικής τους μοναξιάς ο καθένας...Και θα τους βρούμε, θα μας βρουν. Και θα τις κάνουμε τότε μαζί τους δικές μας τις μεγάλες αυτές πολιτείες των ξένων. Σε μια καινούργια ανθρώπινη κοινωνία – του δικού μας κόσμου του σημερινού...χωρίς τυράννους, χωρίς σωτήρες αλάθευτους.  Με τη νόρμα τους, που τη θέλεις χωρίς τους Μύλλερ. Με την τάξη τους, που αγαπάς, χωρίς ξανθές της αστυνομίας, Με τους εγκεφάλους, στα πάνω πατώματα, που να’ ναι ο ψηλός, να’ ναι από μας. Με την αφθονία τους, που να’ ναι χρήσιμη και να’ ναι για όλους. Και θα την φκιάσουμε έτσι και μια πατρίδα για μας – εκεί στην πατρίδα μας, την Ελλάδα.»

Όπως αναφέρεται στο υποστηρικτικό υλικό του Υπουργείου Παιδείας ο συγγραφέας προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1934-35 και το 1936 συνελήφθηκε, βασανίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της αντίστασης, εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία. Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία σπούδασε βυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία και μετά από Υποτροφία στο Ανατολικό Βερολίνο διορίστηκε το 1962 ως βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης. Ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο και παράλληλα επιμελήθηκε την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.

Διαβάζοντας για τον συγγραφέα, δημιουργούνται εύλογες υποψίες πως υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης Χριστόφια πίσω από την επιλογή του βιβλίου αυτού. Βρίσκω όμως το βιβλίο αυτό πολύ πιο σχετικό για τους νέους, από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη που αντικατέστησε. Είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό βιβλίο, όπου ο συγγραφέας δεν εκδηλώνει τις κομμουνιστικές καταβολές του. Αυτό ίσως αποτελεί και την προσπάθεια της κυβέρνησης, να καταδείξει ότι ο κομμουνισμός έχει να παρουσιάσει σκεπτόμενους και προοδευτικούς ανθρώπους. Στις μέρες όμως αυτές, της ανόδου του φασισμού και της ξενοφοβίας, είναι καιρός να εμπεδώσουμε στους νέους μας ότι κανένα μη δημοκρατικό πολίτευμα, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του μονοκομματικού κομμουνισμού, δεν είναι αποδεκτό για τη σημερινή κοινωνία, άσχετα με τη λαϊκή υποστήριξη που καταφέρνει να εξασφαλίζει λόγω της άγνοιας ή της απελπισίας των ψηφοφόρων, αλλά και της ανικανότητας και της διαφθοράς  εκείνων που καταφέρνουν να εκπροσωπούν τις αποδεκτές δημοκρατικές παρατάξεις. Τις παρατάξεις δηλαδή που αναγνωρίζουν ότι τα δικαιώματά τους σταματούν εκεί που αρχίζουν τα δικαιώματα των άλλων. Θα ήταν άραγε αποδεκτό να αρχίζουμε να διδάσκουμε στα σχολεία αξιόλογα λογοτεχνικά έργα από λογοτέχνες με φασιστικές ή ναζιστικές καταβολές; Γιατί όχι. Ίσως έτσι να μαθαίναμε. Να μαθαίναμε ότι οι σπουδαίοι δεν είναι πάντα σπουδαίοι, ότι μπορούν να είναι και αυτοί επιρρεπείς σε μεγάλα λάθη, ότι δεν είναι «σωτήρες αλάθευτοι». Να μαθαίναμε ότι οι αποκρουστικοί δεν είναι πάντα αποκρουστικοί, ότι μπορούν να είναι και αυτοί σπουδαίοι. Είναι καιρός να μάθουμε να αναγνωρίζουμε το ψέμα και την υποκρισία. Μόνο έτσι θα σταματήσουν να υποκρίνονται ότι είναι κομμουνιστές ή φασίστες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε και αποβάλουμε τη στείρα αντίδραση, τη ζήλια, τη μισανθρωπία και τη μνησικακία. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε γιατί οι άνθρωποι στρέφονται στον κομμουνισμό ή στο φασισμό όταν πλέον χάσουν κάθε ελπίδα.

Monday, April 30, 2012

Tim Harford, The Undercover Economist, 2011


This book makes economics fun to read. “Countries that are rich or rapidly growing have embraced the basic lessons of economics we have learned in this book: fight scarcity power and corruption; correct externalities; try to maximise information; get the incentives right; engage with other countries; and most of all embrace markets, which do most of these jobs at the same time.”

“The economist can show that allowing lots of skilled immigrants will help control the gap between skilled and unskilled wages, while allowing unskilled immigrants will do the reverse. What societies and their leaders do with the information is another matter….It is hard to wield the models that underlie such subjects and remain unmoved by the real world behind them. So economists often step beyond their role as engineers of economic policy and become advocates.”

“While the perfectly competitive market is perfectly efficient, efficiency is not enough to ensure a fair society, or even a society in which we would want to live…What we need is a way to make our economies both efficient and fair.”

“Taxes are often higher when price sensitivity is low…If you think that taxes on petrol are motivated by environmental concerns, think again: despite the environmental impacts of air travel, electricity and domestic heating, 90 percent of all “environmental” taxes in the UK in 2009 were paid by motorists.”

“But the old dilemma between efficiency and fairness was about to be shuttered by a young New Yorker called Kenneth Arrow…He proved that not only are all perfect markets efficient, all efficient outcomes can be achieved using a competitive market, by adjusting the starting position.

Reading this book will give you a glimpse how externality charges can help tackle environmental problems or how auctions can be used to run electricity networks; why globalisation is green or free trade is good for most people; why markets speak the truth and why government action is most important at the margin; why rents are high, why second-hand cars tend to be cheap and of poor quality and why health insurance cannot be provided by the private sector alone. Finally, why China has managed to grow while the former Soviet Union did not and why poor countries are poor: "...there is nothing to hold the consequences of ambition or self-interest in check". “Shock therapy” is seldom the best cure.

Harford attempts to explain what went wrong with the banking crisis. His explanation of “rotten eggs and rotten investments” is not very comprehensible but basically he claims that the design of collateralised debt obligations contained mathematical errors that increased, instead of decreasing, the risk to investors and the banks. As a result the Greenspan doctrine was shuttered. “This doctrine held that self-interest was the best guardian of bank’s balance sheets…Mr Greenspan admitted  that he had been wrong. He told Congress, ‘Those of us who have looked to the self–interest of lending institutions to protect shareholder’s equity – myself especially – are in a state of shocked disbelief’.”  That was in October 2008. I wish that the Governor of the Central Bank of Cyprus, Mr Orphanides, took note then. If he did, he might have attempted to limit the blunder of Cypriot Banks to expose themselves to the Greek sovereign debt and the Greek market, to the extend that this is threatening to cause Cyprus a long recession in 2012!

The author points out in his book that bailing out the banks should not necessarily cost the taxpayer any money. “The Treasury even turned a profit, because the banks paid fees for these {government} guarantees Other money was spend injecting capital into the banks; the British government received shares in the banks; this transaction may also make a profit…Pietro Veronesi and Luigi Zingales, two economists at the University of Chicago, studied the effect of the US bailout that saw Treasury Secretary Henry ‘Hank’ Paulson call bank bosses to a meeting on 13 October 2008, shortly after the collapse of Lehman Brothers. Paulson stumped up $125 billion of US taxpayers’ money in exchange for shares in US banks…The treasury also guaranteed new issues of bank debt. Veronesi and Zingales concluded that Paulson’s move cost taxpayers $20 billion-$45 billion…Three weeks before Paulson’s gift, the world’s most successful investor, Warren Buffett, had injected capital into Goldman Sachs, and he had secured more generous terms. Veronesi and Zingales reckon that if Paulson had successfully demanded Buffett’s terms, the taxpayer would have made more than $40 billion, a roughly even split with the Bank’s creditors. The bailout was worth doing. It’s just a shame that Mr. Paulson didn’t drive a harder bargain.”

The book gives an account of the consequences of the banking crisis: “As the banks teetered on the brink of collapse, they tried to suck up as much cash as possible to prevent their bankruptcy…Business suddenly found their access to credit drying up, consumers spent less, feeling the same pressures. Potentially healthy businesses were crushed by the financial turmoil. Andy Haldane reckons the crisis could have lowered the UK’s national income by 10 per cent – and put it on a permanently lower trajectory…It’s because the economy has shrunk so much that taxes must rise and government spending must fall if the government’s books are to balance – not because the government threw money at bailing out the banks.”   

Harford claims that “In the end, economics is about people – something that economists have done a very bad job in explaining. And economic growth is about a better life for individuals – more choice, less fear, less toil and hardship.” I wish he was right. Economics is definitely about understanding people and their behaviour. But I am afraid that, just like in any other profession, there are too many economists employed by special interest groups trying to promote their self-interest without any checks. 

Tuesday, April 17, 2012

Naomi Klein, Το Δόγμα του ΣΟΚ – Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, 2010 (The Shock Doctrine, 2007)


Η βασική θέση της Klein είναι ότι για όλα τα κακά του καπιταλισμού ευθύνεται ο νομπελίστας οικονομολόγος Milton Friedman και η οικονομική Σχολή του Σικάγου. Ταυτίζει την οικονομική πολιτική των ανοικτών αγορών με ελεύθερο ανταγωνισμό με τις μεθόδους βασανιστηρίων για την απόσπαση πληροφοριών από τρομοκράτες. Σύμφωνα με την Klein για να επιτύχουν αυτά τα δύο βασίζονται στη διατήρηση των θυμάτων τους σε κατάσταση σοκ ώστε να αδυνατούν να αντιδράσουν, στη βάση της «επιστήμης του φόβου». Η Klein ονομάζει «αυτές τις ενορχηστρωμένες επιδρομές εναντίον της δημόσιας σφαίρας ύστερα από καταστρεπτικά συμβάντα, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των καταστροφών ως επιχειρηματικών ευκαιριών ως, “καπιταλισμό της καταστροφής”.» Προειδοποιεί ότι τα πλοκάμια του συμπλέγματος του καπιταλισμού της καταστροφής «φτάνουν πολύ μακρύτερα από το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα για το οποίο προειδοποιούσε ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στα τέλη της προεδρικής του θητείας.»

Παρά τις πολλές παρερμηνείες της Klein των όσων έγραψε ο Friedman, τα πράγματα που γράφει στο βιβλίο της έχουν μια μεγάλη δόση αλήθειας. Δικτάτορες και ασύδοτοι τυχοδιώκτες σε αυτόν τον κόσμο επικαλέστηκαν την προστασία της ελευθερίας και τα όσα υποστήριξε ο Friedman για να υποδουλώσουν τους λαούς που κυβέρνησαν και να συσσωρεύσουν οι ίδιοι και οι συνεργάτες τους αμύθητα πλούτη. Είναι όμως παράλογο να πιστεύει κάποιος ότι η οικονομική ελευθερία, η εκούσια συναλλαγή μεταξύ ανθρώπων και οργανισμών, οδηγεί στην υποδούλωση! Η κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων δε σημαίνει την αντικατάστασή τους με ιδιωτικά. Ούτε ότι η ανάθεση συμβάσεων από το κράτος σε ιδιωτικές εταιρείες σημαίνει  ανάθεση χωρίς μειοδοτικούς διαγωνισμούς ή χωρίς ρήτρες διασφάλισης των υποχρεώσεων που τους ανατίθενται, όπως κατηγορεί η Klein τους διάφορους ιθύνοντες  σε πολλές περιπτώσεις. Αυτά δε συνάδουν με την έννοια της οικονομικής ελευθερίας που διακήρυξε o Friedman.

Η Klein φαίνεται να θεωρεί ότι η δημόσια παιδεία και υγεία προσφέρονται δωρεάν, και ότι οι κρατικές επιχειρήσεις εξυπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς τους από τις ιδιωτικές.  Ουσιαστικά το βιβλίο δεν ασχολείται με την ουσία των σύγχρονων κρατικών προβλημάτων που είναι το υπερβολικό δημόσιο χρέος, η διαφθορά, η ευνοιοκρατία και η ανικανότητα στο δημόσιο βίο, ανεξάρτητα ιδεολογίας, πράγματα που οδηγούν ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στην απαίτηση  για καλύτερες υπηρεσίες και μικρότερο κράτος.

Σύμφωνα με την Klein, το δόγμα του σοκ εφαρμόστηκε κατά κόρον από τα δικτατορικά καθεστώτα στην λατινική Αμερική για να εξαλειφθεί κάθε αντίσταση, στην Ασία και τη Ρωσία ως απαντήσεις στην οικονομική κατάρρευση, στη Νότια Αφρική μετά την παράδοση της εξουσίας από τους λίγους λευκούς στους πολλούς μαύρους για να διατηρηθούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, στην Κίνα για την καταδίωξη των διαφωνούντων και την αρπαγή της κρατικής περιουσίας από τις οικογένειες των μελών του κομμουνιστικού κόμματος, στο Ιράκ κατά και μετά την Αμερικανική εισβολή για να επέλθει μια γρήγορη στρατιωτική νίκη και να κατατροπωθούν οι οπαδοί του Σαντάμ Χουσέιν, στη Σρι Λάνκα και στη Νέα Ορλεάνη με αφορμή τη γρήγορη αποκατάσταση μετά από τις φυσικές καταστροφές που τις έπληξαν. Ως αποτέλεσμα, αφέθηκαν στην ανεργία και στην ένδυα εκατομμύρια άνθρωποι, εν ονόματι της ελευθεροποίησης των αγορών και της υπόσχεσης της οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, που δεν ήρθαν ποτέ. Ταυτόχρονα, κάποιες εταιρείες, που ανέλαβαν τα συμβόλαια «αποκατάστασης» ή έτυχαν κρατικών ενισχύσεων και προνομίων για να δραστηριοποιηθούν, είχαν μεγάλα και εύκολα κέρδη, εδραιώνοντας τον «κορπορατισμό».

Διαβάστε το βιβλίο αυτό για να αντιληφθείτε καλύτερα τους κινδύνους του καπιταλισμού και του μικρού κράτους. Πριν πιστέψετε όμως πραγματικά στις εξηγήσεις της Klein στα όσα γράφονται στις 718 σελίδες  αυτού του βιβλίου, κάνετε τον κόπο και διαβάστε τις 208 σελίδες του βιβλίου του Friedman, «Capitalism and Freedom».  Οι λύσεις στα προβλήματα του σημερινού κόσμου δε μπορούν να προέλθουν ούτε με την αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου, όπως φαίνεται να πιστεύει η Klein, ούτε με τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών και των ορυχείων στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ούτε με τις διακυβερνήσεις του τύπου του Ούγο Τσάβες που βρίσκεται ήδη στην τρίτη του προεδρική θητεία από το 1999 και η Klein υποστηρίζει στο βιβλίο της ότι αποτελεί μια καλύτερη επιλογή. 

Το δικό μου συμπέρασμα: Αν αφήσεις αρκετή εξουσία σε οποιονδήποτε, αποτελεί θέμα χρόνου η καταπίεση των συνανθρώπων του με φτηνά ιδεολογικά προσχήματα  για την επίτευξη τάχατε κάποιων μακροπρόθεσμων υψηλών στόχων, όπως της ελευθερίας, της εξάλειψης της φτώχιας, της σωτηρίας του κόσμου από τις κλιματικές αλλαγές, της ασφάλειας ή της δικαιότερης κοινωνίας. Η καταπίεση μπορεί να προέλθει τόσο από τις μεγάλες κυβερνήσεις όσο και από τις μεγάλες εταιρείες. Μπορεί επίσης να προέλθει από μεγάλους και ισχυρούς διεθνείς οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή την Παγκόσμια Τράπεζα.

Οι διεφθαρμένες  κυβερνήσεις έχουν συνήθως κατά νου τον προσωπικό πλουτισμό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο μέσω της δωροληψίας από την ανάθεση κρατικών έργων και προγραμμάτων όσο και από την ανάθεση κρατικών υπηρεσιών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο νεποτισμός, η διαφθορά και η ευνοιοκρατία, ο τυχοδιωκτισμός, δεν είναι φαινόμενα που περιορίζονται στο μεγάλο ή μικρό κράτος, στον κομμουνισμό, σοσιαλισμό, καπιταλισμό, φασισμό ή στη μεικτή ρυθμισμένη οικονομία του Κέινς.  Εκείνα που πρώτιστα χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα είναι ευνομούμενοι έλεγχοι και ισορροπίες ανάμεσα σε όσους ασκούν εξουσία, ανεξάρτητα  ιδεολογίας ή πολιτικού συστήματος. Οι ανοικτές αγορές με ελεύθερο ανταγωνισμό, η δημοκρατική εναλλαγή της εξουσίας, προσφέρουν αυτή την προοπτική και τείνουν να περιορίζουν το κράτος σε εκείνα που πραγματικά του αναλογούν. Οι επιτυχίες ή αποτυχίες στη διακυβέρνηση δε μπορούν να χρεώνονται στις καλές ή κακές ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Εν κατακλείδι: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιδρούν σωστά όταν υποβάλλονται σε σοκ. Κατά συνέπεια, όταν κάποιοι προτείνουν σαρωτικές και αιφνίδιες αλλαγές στη διακυβέρνηση, συνήθως σε βάρος των εργαζομένων, γρηγορείτε. Τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα!  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η κοινωνία δεν πρέπει να επανεξετάζει τα κίνητρα που προσφέρονται στους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους εργαζόμενους, τους ανέργους ή τους φτωχούς, όταν τα πράγματα δεν πορεύονται όπως οι περισσότεροι θα επιθυμούσαμε. Όταν τα πράγματα φθάνουν στο απροχώρητο και επίκειται η χρεοκοπία ή ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις εκείνους που ενδιαφέρονται να σε βοηθήσουν λόγω αλτρουισμού από τους άλλους που θέλουν να το πράξουν λόγω απληστίας για γρήγορα κέρδη. Από την εξιστόρηση της Kein, φαίνεται ότι στον κόσμο που ζούμε οι δεύτεροι είναι συνήθως περισσότερο διατεθειμένοι να βοηθήσουν από τους πρώτους.  

Friday, April 13, 2012

S. Levitt, S. Dubner, Super Freakonomics, 2009


This is an amazing book in economics: “People respond to incentives, although not necessarily in ways that are predictable or manifest. Therefore, one of the most powerful laws of the universe is the law of unintended consequences.” The book touches upon a diversity of issues, which makes it really interesting: Prostitution, war on drugs, terrorism, emergency room effectiveness, apathy and altruism, response to climate change. It demonstrates economic concepts such as cumulative advantage, declared vs revealed preferences, negative externalities, price discrimination, perfect substitutes, the principal-agent problem, adverse selection, game theory, exit strategy, misaligned incentives, cream skimming, loss aversion. Although about economics, this book is sprinkled with touches on important technological and other building blocks such as object oriented programming, information management, the power of cheap and simple solutions, ideas how to stop hurricanes or global warming, geoengineering, the unstoppable power of technological innovation, letting numbers speak the truth, that in order to change the world you first have to understand it.

The gist perhaps of the book’s message is that when you behave like an economist, you tend to “make decisions based on statistical analysis rather than emotion or political considerations”.

“Instead of thinking of such stories as “economics,” it is better to see them as illustrating “the economics approach.” That’s a phrase made popular by Gary Becker, the longtime University of Chicago economist who was awarded a Nobel Prize in 1992. In his acceptance lecture, he explained that the economic approach “does not assume that the individuals are motivated solely by selfishness or gain. It is a method of analysis, not an assumption about particular motivations…Behavior is driven by a much richer set of values and preferences.”

Tuesday, February 28, 2012

Τομπάϊας Χιλ, Ο Κρυπτογράφος, 2004 (Tobaias Hill, The Cryptographer)


Ο Τζον Λόου, ο δημιουργός του πρώτου ηλεκτρονικού χρήματος, αποτελεί τον πελάτη της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος Άννα Μουρ, της ελέγκτριας της οικονομικής υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο.  Ο Τζον, ο πλουσιότερος ίσως άνθρωπος στη γη, συμβιβάζεται γρήγορα με τις παρατηρήσεις της ελεγκτικής υπηρεσίας και πληρώνει στο ακέραιο το επιβαλλόμενο πρόστιμο δώδεκα εκατομμυρίων Σοφτ Γκολντ για τις παραλήψεις του.  Η Άννα όμως εντοπίζει μία ανακολουθία: Ένα κουτί σε μια τραπεζική θυρίδα, στο όνομα του ανήλικου γιου του, που περιέχει ράβδους χρυσού.

«...ο Τζον Λόου υπήρξε πλούσιος ακόμα και πριν το Σοφτ Γκολντ. Στην ηλικία των δεκατριών σχεδίασε και εξαπέλυσε ένα ηλεκτρονικό ιό που τον ονόμασε Πανδώρα...Στη διάρκεια της κοινωνικής εργασίας που του επιβλήθηκε ως ποινή από το δικαστήριο για την αξιόποινη αυτή πράξη του, ο Λόου αξιοποίησε καλύτερα το ταλέντο του επινοώντας το Ασφόντελ 9, ένα επαναστατικό σύστημα που διοχέτευε πληροφορίες στο γενετικό κώδικα των φυτών – ένα μικρό κείμενο πληροφοριών στο κοτσάνι ενός άγριου κρίνου. Στα δεκαεπτά του πούλησε την πατέντα στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για επτάμισι εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά της οικονομικής υπηρεσίας...έχει περιουσία σε πολλές χώρες των πέντε ηπείρων. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ιδιόκτητη γη στην Ανταρκτική...ο Λόου διαθέτει τα πάντα. Ίσως μάλιστα ζει σ’ ένα διαφορετικό αιώνα.»

«Μόνο που κανένας δεν κερδίζει πάντα. Δε θα μπορούσε να επιτρέπεται κάτι τέτοιο γιατί είναι ενάντια στο δημόσιο συμφέρον...Θυμάσαι τον Μπιλ Γκέιτς; “Περιμένω τη πτώση μετά την κορυφή” έλεγε για την αποτυχία.» Και όταν ξαφνικά τα Σοφτ Γκολντ μολύνονται από κάποιο ιό, η Άννα παραιτείται από τη θέση της στην οικονομική υπηρεσία. «Κάθεται και διαβάζει, βιβλία που δεν έχει διαβάσει...τους κρυφούς κώδικες της Σπάρτης, της πόλης που γύρισε την πλάτη στα χρήματα...Ποτέ δεν είναι μόνο για τα χρήματα... Ό,τι αγάπησες είναι ό,τι σου ανήκει».

Wednesday, January 18, 2012

Orhan Pamuk, Snow, 2004


The story takes place in Kars, a small city in the Eastern Anatolia, Turkey, close to the borders of Georgia and Armenia.  The city is inhabited by Turks, Kurds and Azeris, hounded by the memories of its Armenian uprooted past.  The story is not about ethnic based differences though. It is about cultural differences: The theocratic islamists against the army-backed secular Kemalists, the Koran against the infidels and their “western atheism”, the violent islamists against the peaceful ones, the poor and wretched that are miserable and unhappy against those that find happiness in the presence of God, the tormented former communists against everybody else, the bourgeoisie with friends in high places against the locals with no connections, the informers of Turkish MIT or Islamic networks against those that speak their mind freely, the poor jobless and hopeless sitting day after day in tea-houses with nothing to do, the envied Turkish emigrants in Germany that realize that they cannot find happiness doing lowly jobs or receiving their political exile allowances. The story is epitomized in a theatrical play that takes place in Kars entitled My Headscarf or My Fatherland. All these in the midst of a local coup organised by the local army garrison in order prevent the islamists to win the local elections, while the well connected Turkish MIT keeps a watchful eye.  

The novel is often rather slow and this will occasionally make you read it line by line or even page by page. But Nobel Laureate Pamuk will make you better understand Turkey’s past and current dilemmas: “If God does not exist, then that means that Heaven does not exist either. And that means that the world’s poor, those millions who live in poverty and oppression, will never go to Heaven. And if that is so, then how do you explain all the suffering the poor have to endure? What are we here for, and why do we put up with so much suffering, if it’s all for nothing?”